|
вегетарианский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вегетарианский? — χορτοφαγικός как с (ново)греческого переводится слово χορτοφαγικός? — вегетарианский — διανοούμενος — άριστος — απομέσα — πεπιεσμένος — παρωπίδες — λουτρίς — αθυρματοποιία — χρίση — τριχοτομώ — δέομαι — ιδιωτικοποίηση — σκιάς — προσκεφαλάδι — αρσενικό — σακατιλίκι — πιθηκόμορφος — βαρκούλα — ζευγάριασμα — αψιλος — νομευτικός — μαρινάρισμα |
|||