|
ο родоначальник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родоначальник? — γενάρχης как с (ново)греческого переводится слово γενάρχης? — родоначальник — φτάρνισμα — γέρνω — πολυκατάστημα — ισόπλευρος — προσκεφαλάδι — χολεριασμένος — ακατσάρωτος — λεπτοφυής — σκοτοδίνη — δροσερός — μώρα — χωνευτικός — ιωνικά — αιμοσταγής — χείλι — χλωρός — αχεροκάμωτος — αιμορρόφιλος — αντιπρύτανις — μακροσκοπικός — ηλιόλουστος |
|||