|
двоякодышащий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двоякодышащий? — δίπνευστος как с (ново)греческого переводится слово δίπνευστος? — двоякодышащий — αμπελουργός — μαυραγορά — νταλίκα — ημιμαθής — μολοσσός — αδιαμαρτύρητα — ευρύχωρος — αναπαμός — θαμπάδα — ραβάνι — τηγανίζομαι — οκτακόσιοι — κλειδοποιός — ήκιστα — αγάληνος — φάρδος — εβγαίνω — μονόχνοτος — αντινομισμός — εξερευνώ — βουνίσιος |
|||