|
выслушивать (больного) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выслушивать? — στηθοσκοπώ как с (ново)греческого переводится слово στηθοσκοπώ? — выслушивать — αδιαβροχοποιούμαι — καρδιοπνευμονικός — ακαταπίεστος — εθνικοσοσιαλισμός — ομαδικότητα — αεροζυγιάζομαι — ταλαιπωρία — γρατζουνίζω — ιός — λοιδοριά — βαλανιδιά — ασπερούγον — καυσόξυλα — εκτέμνω — οπλασκία — μεταλακτήρας — νεωδόχος — κακαδιάζω — αφανέρωτος — ανοικοδομημένος — ξαμπελώνω |
|||