στηθοσκοπώ

формы словаβ
στηθοσκοπώ
выслушивать (больного)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово выслушивать? — στηθοσκοπώ
как с (ново)греческого переводится слово στηθοσκοπώ? — выслушивать


αδιαβροχοποιούμαικαρδιοπνευμονικόςακαταπίεστοςεθνικοσοσιαλισμόςομαδικότητααεροζυγιάζομαιταλαιπωρίαγρατζουνίζωιόςλοιδοριάβαλανιδιάασπερούγονκαυσόξυλαεκτέμνωοπλασκίαμεταλακτήραςνεωδόχοςκακαδιάζωαφανέρωτοςανοικοδομημένοςξαμπελώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit