|
(αόρ. ξεμώρανα, παθ. αόρ. ξεμωράθηκα) делать глупым; сводить с ума #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать глупым? — ξεμωραίνω как на (ново)греческом будет слово сводить с ума? — ξεμωραίνω как с (ново)греческого переводится слово ξεμωραίνω? — делать глупым, сводить с ума — εμβρυολογικός — λοκούστα — μπουζουνάρα — πολυμερισμός — διαιτολόγιο — σκορδαλιά — δεντρωτός — επαναστατικός — έφεση — πλήττω — τυράννισμα — παντοπώλης — κομμουνιστικός — ζωογονία — ελαιοπαραγωγός — εκθηλύνω — φιλοκερδής — τοπογραφία — ρομβοειδής — ξεραίνομαι — πρωτοβουλία |
|||