|
το палатка, шатёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палатка? — παβιόνι как на (ново)греческом будет слово шатёр? — παβιόνι как с (ново)греческого переводится слово παβιόνι? — палатка, шатёр — καρπέτο — δηκτικά — άκαπνος — δαιμονοπαθής — συσπουδάζω — εισιτήριο — ακυνήγητος — ξυσμάρα — αδάκτυλος — συγκρατώ — ημερολογιακός — δυσμένεια — αρμάτωμα — ατμοσειρήνα — καρυδένιος — σιταρήθρα — χόλιασμα — αλευρούχος — αθεατρίνιστος — καταχώνω — ετερόφυλλος |
|||