|
прям., перен. колоть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колоть? — τσιγκλώ как с (ново)греческого переводится слово τσιγκλώ? — колоть — διμηνιαίος — τσαλιμάκι — πρωταπριλιά — στοιχίζω — πολιούχος — ακροθάλασσα — αντικαθεστωτικός — χριστιανικός — ελεφαντοστούν — βρωμόγερος — αναγγέλλω — βασιλοπούλι — παλιόδρομος — ξετσιπωμένος — προστυχούλα — αμπογιάτιστος — ευκολόπαρτος — νυχτιά — εμφατικός — διαφλέγω — ποίκιλμα |
|||