|
το фруктовый магазин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фруктовый магазин? — οπωροπωλείο как с (ново)греческого переводится слово οπωροπωλείο? — фруктовый магазин — πλωτάρχης — αφανίστρα — αποθηκάριος — καλόγηρος — σειριακός — διαιτησία — ποτίστρα — λοξυγγιάζω — τζιγέρι — σφάκελος — ιχθογόνος — αναγκαστικός — χοντροπελεκώ — ένεση — Δημήτρης — αδειάζω — κάνω — παράμεσος — αχύρινος — διάνα — ιεροκρύφιος |
|||