|
το спичка; ~α ακίνδυνα — безопасные спички #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спичка? — πυρείο как с (ново)греческого переводится слово πυρείο? — спичка — ξεροκέφαλος — ορρός — φαρμακοσυλλέκτης — τσαμπουνοφυλάκα — πυροφοβία — ακαπάρωτος — νεύση — ρυτιδωμένος — απροίκιστος — ντουρβάς — διανυκτερεύων — ξεκουτιάζω — πολυτονικός — πουργκατόριο — μικρογράφος — κουτσομεσιάζομαι — ευαγγέλιο — υποδένω — παρακαταθέτω — προσεγγίζω — πολτοποιώ |
|||