πυρείο

формы словаβ
πυρείο
το спичка;
          ~α ακίνδυνα — безопасные спички



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово спичка? — πυρείο
как с (ново)греческого переводится слово πυρείο? — спичка


ξεροκέφαλοςορρόςφαρμακοσυλλέκτηςτσαμπουνοφυλάκαπυροφοβίαακαπάρωτοςνεύσηρυτιδωμένοςαπροίκιστοςντουρβάςδιανυκτερεύωνξεκουτιάζωπολυτονικόςπουργκατόριομικρογράφοςκουτσομεσιάζομαιευαγγέλιουποδένωπαρακαταθέτωπροσεγγίζωπολτοποιώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit