|
измеритель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово измеритель? — καταμετρητής как с (ново)греческого переводится слово καταμετρητής? — измеритель — Αμερικανίδα — λιπαντικό — νυκτοφυλακή — ιστολόγιο — τραγικό — σφραγισμένος — ανθοκομώ — κληρονόμα — αφίνω — κύκλωση — χλεμπάγια — κτηματόγραφο — ταχυπορία — μεράκι — φραγμένος — γελαδάρης — λιγοστεύω — θεατρομανία — τραπέζωμα — επαγγελματισμός — χτίστης |
|||