αντεπιστέλλον

формы словаβ
αντεπιστέλλον
το :
          ~ (μέλος) — член-корреспондент



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αντεπιστέλλον? —


βράστηανιμισμόςπροσποιητόςμανιφέστοχλωριούχοςαγοραστόςξεθεωτικόςσιτοκαλλιέργειαανδροχορίστριαραγκούδίκηναθέατοςγερομουσκλιάςωφελιμαρχίααμπέρράσοκαλοξέρωαπαλοσίτιψευδοπροφήτπςαντιμιλιάσπογγαλιεύς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit