|
откупоривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откупоривать? — αναπωμάζω как с (ново)греческого переводится слово αναπωμάζω? — откупоривать — εορταστικός — Σκανδιναυή — τηλεφωνώ — ηλεκτρόλυση — τζάγκουαρ — κωφότητα — συμβούλιο — δυναστεύω — μπριγκέττα — αντίκοψη — δρύμες — ψυχαρούδα — αλόμετρον — κροταφιαιος — εόφωνικός — εξομολόγηση — επισκύνιον — μαρτυρώ — σούζα — μόχθος — δυσκοιλιότητα |
|||