|
το покупка; закупка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покупка? — ψούνισμα как на (ново)греческом будет слово закупка? — ψούνισμα как с (ново)греческого переводится слово ψούνισμα? — покупка, закупка — δευτερευόντως — κωμικό — υπονομεύω — ειδησεογραφία — κατάντη — σοφία — επτάφωτος — στάφνισμα — χιονίζω — αποικοιμισμένος — μουσικομανία — δυστυχής — εύπνοια — ρεβόλβερ — απόμαλλο — δεδομένο — θέσπισμα — ακαταπράντος — τρυφερότητα — πρωτομιλάω — μασκέ |
|||