|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταυροδοτώ? — — ψεύδομαι — επισπώμαι — απογοήτευση — ωφέλημα — σκοτίζω — παραλλάζω — κυάνωση — διαπερατός — θαλασσοθραύστης — υπόμισθος — καταλληλότητα — βαθύπλουτος — πελαγίσιος — νεάζω — αποκόπτω — υπερυψωμένος — θρόμβος — πελεκάνος — αρχιτεχνίτης — καφεόδεντρο — συμμαχικός |
|||