Новогреческий словарь
φαινικούχος
φαινικούχ|ος
хим.
феноловый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
феноловый
? —
φαινικούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαινικούχος
? — феноловый
#
(ново)греческий словарь
—
διακριτικότητα
—
βαρδαβέλα
—
πότισμα
—
στεαρίνη
—
πυροπαθής
—
άγγιχτος
—
κυβικό
—
φετίχ
—
θρασομανώ
—
ξεμεσημεριάζομαι
—
υποκειμενικότητα
—
πιανίστρια
—
βαφτιστής
—
ελεφαντοστό
—
γεννησιά
—
αναφιλητό
—
καληνυχτίζομαι
—
γκρεμότοπος
—
αποκάτουθε
—
εύχομαι
—
νεοαρκτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,