|
το каменоломня, каменный карьер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменоломня? — λατομείο как на (ново)греческом будет слово каменный карьер? — λατομείο как с (ново)греческого переводится слово λατομείο? — каменоломня, каменный карьер — εκτυπωτής — αρωγή — απερίσπαστος — πενταφωνία — δαμάλα — μανταρισμένος — συνηγορία — μεγαλειότητα — όσο — παλινδρομικά — ακριβοζυγιάζω — αναδρομικός — κλύσις — οργανογένεση — Μαυρογένους — ξεφτισμένος — ανεμόδαρτος — καλαθοπλεκτική — κατακαίω — πάναγνος — εξάπλωμα |
|||