|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονιορτοποίηση? — — βιοχημικός — μπακίρα — λαοσωτήριος — αλμπατρος — ξινός — πενθερός — αυθάδισσα — ιικός — οροϊστορικός — προστάτισσα — σελιδοποιητής — καμπανίζω — μελτεμάκι — τιμαρεύω — πάνοπλος — πρεζόνι — ζαρός — στειροχωρίζω — ποντίζω — τριτώνω — ανθρωπολογία |
|||