|
το поцелуй; δίνω ένα ~ — поцеловать; === είναι γιά ~ — очаровательный, восхитительный (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поцелуй? — φίλημα как с (ново)греческого переводится слово φίλημα? — поцелуй — στρέβλωση — γλεντοκόπος — ξαμπελώνω — σηματοδοτώ — ναυαγοσωστικός — μεταμορφωτικός — χατζής — παιδιαρίζω — καθεκλοποιείο — τρυφερός — κεραμευτικός — πεντάλεπτο — διαβόλογυναίκα — λοξοτέμνω — αμπολιάζω — δέκαρχος — αποκρουστήρας — ηλακάτη — σαπροφάγα — Τυρινή — μονόκαννος |
|||