|
пахать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пахать? — αλετρίζω как с (ново)греческого переводится слово αλετρίζω? — пахать — δυσχρηστία — απηυθυσμένον — χαρτοκλέφτρα — λιγουριάζω — ταβάνωμα — παιάν — ανασκάφτω — χάρτωμα — ισλάμ — ασπριδερός — ιδιορρυθμία — κλάρα — θεσιθηρώ — εντατικοποιώ — απανθρωπία — ψηφίδωμα — αναθεωρητισμός — ενδοσκόπιο — υγιώς — επιθανάτιος — κασκέττο |
|||