|
забронированный; ~η θέση — забронированное место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово забронированный? — καπαρωμένος как с (ново)греческого переводится слово καπαρωμένος? — забронированный — Αιγόκερως — παρορμώ — διόπτευση — κάθεξη — ντοματόσουπα — μίσθαρνος — πατώνω — σπλήνιασμα — ταλαντεύομενος — αλογάκια — αναγελαστής — μαλακοκεφτές — χάνδαξ — βλαχόσκαλτσα — ανυποστήρικτος — ερυγμός — οστεοδυνία — τρελοπαρέα — δυσφήμιση — αποτυπώνω — κοπαδιάρης |
|||