Новогреческий словарь
ζυμώτρια
ζυμώτρια
η 1)
тестомес
;
2) хим.
фермент
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тестомес
? —
ζυμώτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
фермент
? —
ζυμώτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζυμώτρια
? — тестомес, фермент
#
(ново)греческий словарь
—
μωρούδισμα
—
μαστοφόρα
—
ξεπαπαδεύω
—
διαμαλάσσω
—
πλήξη
—
μικροέξοδο
—
υδρόρροια
—
μεριά
—
γαλιμίδι
—
κλωστική
—
ρασοφορώ
—
εκδοχέας
—
ρυτιδιασμένος
—
λαμέ
—
χρωματουργός
—
ασχέτιστος
—
χαλυβικός
—
προσέγγιση
—
γιούχα
—
καταπιστεύω
—
δευτερόπρυμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,