|
το 1) костюм; σταυρωτό (μονόπετο) ~ — двубортный (однобортный) костюм; 2) одежда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костюм? — κουστούμι как на (ново)греческом будет слово одежда? — κουστούμι как с (ново)греческого переводится слово κουστούμι? — костюм, одежда — ολόχαρος — αναντίρρητος — ενθρονίζομαι — συνοδία — αυστριακός — τσιρλιακό — εισηγούμαι — ομοιότυπος — στραγγαλισμένος — επισείω — πρανές — ασύστολα — αψέντι — λεπτολογία — δαντελλάς — απάλυνση — ληστοκρατούμαι — ανισοβαρώς — διολίσθηση — νευρασθένεια — άνθραξ |
|||