|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιτωμένος? — — κοπέλλα — αλλόφωνος — γουσταδόρος — γαλατάς — φωτίζομαι — κατουρλού — ανουρία — σκληρία — στάδιο — νοσήλεια — χωμάτινος — υπερφίαλα — αναξιωσύνη — οπιώδης — γεωπονικός — τραγουδιστής — φωνογραφία — κατολίσθηση — δοξαρωτός — οσφραντικός — εξέρχομαι |
|||