|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαντιλάκι? — — αβιογένεση — διάτονος — δεματού — οξογόνο — εμβρυοκτονία — υστεροχρονολόγηση — πίστωση — ναυκληρικός — οδοντολοξία — ανταπόκριση — πικεδένιος — μεταλλογνωσία — ολόσγουρος — πτελέα — κοτσάνι — ψαμμίτης — αλπαγάς — εργοδοσία — κωπηλασία — πριτσινάρισμα — μαρμαρωτός |
|||