Новогреческий словарь
ανελήφθην
ανελήφθην
παθ. αόρ. от αναλαμβάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανελήφθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
στοιχειοθέτης
—
καλοπροαίρετος
—
πλουτοπαραγωγικός
—
αραμάθα
—
πενηντάρης
—
κρατικοποιώ
—
ογδοηκοστός
—
ξενητευμός
—
γλιστράς
—
καρβονικός
—
αχυρώνας
—
εκχώνω
—
καραπουτάνα
—
διάτορος
—
κρυερός
—
βωμολοχώ
—
ιώδης
—
πένης
—
εκλεπισμός
—
έγκαιρος
—
άλεσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве