|
~εως η спорт. вид состязания, вид спорта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вид состязания? — άθληση как на (ново)греческом будет слово вид спорта? — άθληση как с (ново)греческого переводится слово άθληση? — вид состязания, вид спорта — υαλόφρακτος — αρσενικοθήλυκος — ελαφρολόγία — καγκελόφραχτος — κυμαινόμενος — νεόλεκτος — λουστράτος — διδακτέος — γερουσιαστής — κουρταλάω — ακετυλενικός — μικροκλέπτης — οργανοποιία — ηλιολατρεία — αλφονσισμός — καδρόνι — ελικοδρόμιο — κουβέλλι — επτάεδρον — δικαστηριακός — μίλημα |
|||