Новогреческий словарь
άγλυκαντος
άγλυκαντ|ος
прям., перен.
горький
;
~ντη ζωή — горькая жизнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
горький
? —
άγλυκαντος
как с
(ново)греческого
переводится слово
άγλυκαντος
? — горький
#
(ново)греческий словарь
—
κολόμπα
—
εφεσίβλητος
—
ανάκραγμα
—
πρασίνισμα
—
βοσκάρης
—
αποσώζω
—
αλεξίφωτον
—
δαιμονιζόμενος
—
υπερπροστατευμένος
—
λυκοφιλία
—
δράκοντας
—
θεολογικός
—
οριζοντιότητα
—
ωόγολα
—
κοιλιόδεσμος
—
είλως
—
δάδιασμα
—
μαραθωνομάχος
—
λιοκούκουδο
—
πλεοναστικός
—
κουκκίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве