|
извещать, уведомлять (через кого-л.); τού διεμήνυσα μέ τόν τάδε... — [phrase]я известил его через такого-то[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извещать? — διαμηνύω как на (ново)греческом будет слово уведомлять? — διαμηνύω как с (ново)греческого переводится слово διαμηνύω? — извещать, уведомлять — μανκάρω — χρυσοχοείο — δαχτυλιά — εμπλακείς — Ισπανίδα — ενόρμηση — απουργός — καρφιτσοθήκη — αλαφραίνω — ωμοθεραπεία — γιακαδάκι — κυρτωμένος — προστέγασμα — εκπιεστήριον — αποδασώνομαι — διεπιστημονικός — βερίκουκκο — αφέψηση — γαλβανισμός — γραμμένο — μυγούλα |
|||