|
αόρ. от δίδω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έδωκα? — — ήττων — τρελάδικο — όχθρητα — διασκορπιστής — τρίποδος — αντιδυναστικός — καταδαμάζω — έντασις — αμυγδαλοειδή — μινάρω — ιδιοσύστατος — απομαραίνω — λυτάρι — κτηριολογία — λιγνός — μεγαλόσταυρος — κοφτό — καθαρίστρια — περιτυλίγω — εορταζόμενος — κλαρί |
|||