|
η неутомимость; трудолюбие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неутомимость? — αβαρεσιά как на (ново)греческом будет слово трудолюбие? — αβαρεσιά как с (ново)греческого переводится слово αβαρεσιά? — неутомимость, трудолюбие — ψιλολόι — εμπορευματοκιβώτιο — μελλοντολόγος — νηρηίδα — λεωφορειούχος — αιθαλομίχλη — στεφάνωμα — παραλληλισμός — λεπτοσανίδα — δευτεροπαντρεύομαι — πασαμπάγκος — λωποδύτης — καταχρηστικά — εμπέτασμα — όχθριτα — σκληρυμμένος — νεοελληνιστί — απομυξίζομαι — τελειοποιήσιμος — ρεύμα μετατόπισης — γόμφωμα |
|||