στυλιζαρισμέν|ος

формы словаβ
στυλιζαρισμέν|ος
стилизованный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово стилизованный? — στυλιζαρισμένος
как с (ново)греческого переводится слово στυλιζαρισμένος? — стилизованный


κατοικισμόςεναγκαλισμόςαστροθετώανεξαρτοποιημένοςσπινθηροβόλημαμαρκούτσιταπετσιέρηςελεφαντάκιευαισθητοποιημένοςξενίαμαναβέλλακλωγμόςακαπέλλωτοςολπίζωαξεγύμνωτοςκαλώςξαλμυρίζωκοράκιανθρωποφάγοςκωδωνοστάσιμηδενίστρια




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit