|
η 1) мех; μέ ~ — на меху; από ~ — меховой; 2) шуба; === τόν έχει (или είναι) τής ~ς του μανίκι — [phrase]он у него в руках[/phrase]; έχω ράμματα γιά τή ~ σου! — [phrase]я тебя проучу!, я до тебя доберусь![/phrase] θά σού τινάξω τή ~! — [phrase]я тебе всыплю!, я с тебя шкуру спущу![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мех? — γούνα как на (ново)греческом будет слово шуба? — γούνα как с (ново)греческого переводится слово γούνα? — мех, шуба — μπαλίτσα — εκτραχηλίζομαι — μολόχα — σταθεροποιητικός — φτωχοκόριτσο — μνηστήρας — αποστελμένος — γλυκόθωρος — άχριστο — νεροχύτης — κεράτισμα — χαρτοπαικτώ — έγκλεισμα — στραμπουλίζω — σκόρ — ρεαλίστρια — χαρτοκλέφτρα — πρωτοβρόχι — σπαθοφορία — βόειος — ιωνικά |
|||