Новогреческий словарь
ευφυολογώ
ευφυολογώ
острить, шутить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
острить
? —
ευφυολογώ
как на
(ново)греческом
будет слово
шутить
? —
ευφυολογώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευφυολογώ
? — острить, шутить
#
(ново)греческий словарь
—
ασφυκτικότητα
—
ηλεκτρομηχανικός
—
κλείστρο
—
αγγλομαθής
—
θρακικός
—
κοσμολογία
—
αφουγκριέμαι
—
κατάφωτος
—
βαθουλωμένος
—
αναλαμπίδα
—
κακοφανισμένος
—
πείραμα
—
σανιδόσκαλα
—
κολιτσάγγαρος
—
γαλόσσα
—
πωλητήριος
—
σιωνισμός
—
πιπί
—
προϊστορικός
—
καταμετρώ
—
αραιόσκιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве