|
το мед. оптометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оптометр? — οπτόμετρο как с (ново)греческого переводится слово οπτόμετρο? — оптометр — σφυρηλασία — αποπεμπτικός — έγκαιρα — οργανοληπτικός — απαγόρευση — πενηντάρικο — πιστακιά — αποσταίνω — τορπιλλοθέτις — θεαματικός — βληματόμετρο — αντίκρυ — κίρρωσις — χαρτώνω — στριγγιός — αγκαθερός — νεφάριος — μετανάστρια — στυγερότητα — ευρετίκια — δεκαεξάκις |
|||