μεθυλικός

формы словаβ
μεθυλικός
хим. метиловый;
          ~ή αλκοόλη — метиловый спирт



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово метиловый? — μεθυλικός
как с (ново)греческого переводится слово μεθυλικός? — метиловый


βίγλαωριμάζωστίλβώνθησαυρόςαντιφεμινισμόςσπλαγχνικόςεσώτατοςδίπραχτοςαγριόκοτταεξαόροφοςχαλικωτόςσυνωμοτώαινιγματώδηςυπόνομοςκολλέγιοβίδραπιθανώςγυναικόκοσμοςμπόραούρημαγαλακταγωγός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit