|
η нахалка, наглая женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нахалка? — αυθάδισσα как на (ново)греческом будет слово наглая женщина? — αυθάδισσα как с (ново)греческого переводится слово αυθάδισσα? — нахалка, наглая женщина — ερωτόπλαστος — πύρεξις — ιμπρεσσιονιστής — υπερθετικά — ρουφηξιά — εμβοή — ένρινος — δακτυλιδόπετρα — πρόθυρα — κρικέλλι — απρόσδεκτος — ψαύση — αναβαπτισμένος — δεσπόζω — παρακράτημα — αχλαδίτης — απόζερβα — φύσημα — μουσουργώ — χοντρικά — μοναχός |
|||