|
η воен. эскадрон; рота (в бронетанковых войсках и кавалерии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эскадрон? — ιλαρχία как на (ново)греческом будет слово рота? — ιλαρχία как с (ново)греческого переводится слово ιλαρχία? — эскадрон, рота — δεκοχτώ — εμπορευόμενος — αναρχούμενος — πιστωτικός — αγελαδάρης — υποδεικνύω — λαγιαρνί — αφώναχτος — δευτε — υπεράριθμος — χαρακτηρολογία — δούκας — ανθοδόχη — Μαγιάπριλο — βραχίων — κατάκλιτο — θηριοτροφείο — διπλόσημος — ηλέκτρινος — γιδομονόπατο — ευαισθητοποίηση |
|||