|
(-οπός) ο удод (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удод? — εποψ как с (ново)греческого переводится слово εποψ? — удод — γλαυκοειδής — μανουλίτσα — λιογέννητος — αφορτος — θάλλιο — συγγενικός — σκοτιδι — εκρηξιγενής — σχιζοφρενής — δενδροτόμία — αγρίως — πιδεξιότητα — αφίεμαι — ολόγεμος — αμερικανιστής — καβγάς — ζαρτιέρα — εύφορος — αδιαχείριστος — οιστραδιόλη — εξορκίστρια |
|||