|
η ксилография (искусство, оттиск, эстамп, гравюра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ксилография? — ξυλογραφία как с (ново)греческого переводится слово ξυλογραφία? — ксилография — χαρτζιλίκι — υπερθετικά — μηλόπιτα — προφθάνω — νερόβραστος — φρυμάζω — τρεμουλιάρης — θάμνος — εκκλίνω — αχυροκάλυβο — σπογγαλιείας — ιδροκόπι — καπλαντοβελώνα — πατούχα — μπαγκάζια — σαρκώδης — ομπρελλάς — φαρδαίνω — ξυλίζω — αυτήκοος — πληροφορημένος |
|||