|
1) незаряженный; ~ο σωμάτιο (или σωματίδιο) — незаряженная частица; ~η μπαταρία — незаряженная батарея; 2) непогруженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаряженный? — αφόρτιστος как на (ново)греческом будет слово непогруженный? — αφόρτιστος как с (ново)греческого переводится слово αφόρτιστος? — незаряженный, непогруженный — απρόσβλεπτος — σημαντικότητα — γυναικισμός — μεσοχείμωνα — νεφρίτης — αργασμένος — εθνοστρατιά — δικινητήριος — γνώση — επιτόπιος — σαγονού — εννιακόσιοι — μεσονυχτής — νήτικο — δερμίτις — μουγγρί — ξανα- — σαπρόφυτα — μουθουνητό — φυσιολατρεία — Μαύρος |
|||