|
το большое село #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большое село? — κεφαλοχώρι как с (ново)греческого переводится слово κεφαλοχώρι? — большое село — χαλκοπλαστική — ασκοελιές — άχρωμος — κοίλιασμα — γραδάρω — διαιτολόγος — ένθεσμος — πλαντάζω — θεομίσητος — πολλαπλώς — ψύχρα — αξέσφιχτος — ισχιακός — κλαίγω — Ρωσία — υγραίνω — ξηροκέφαλος — τουλουμπάρω — αναχορηγώ — σακχάρινος — άυλος |
|||