|
το обвинение; обвинительный акт; αβάσιμο ~ — необоснованное обвинение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обвинение? — κατηγορητήριο как на (ново)греческом будет слово обвинительный акт? — κατηγορητήριο как с (ново)греческого переводится слово κατηγορητήριο? — обвинение, обвинительный акт — πολυγράφος — απαρνιούμαι — ολότυφλος — συγκυριακώς — ημικατεστραμμένος — διόσανθος — αναγερμένος — πολυλογία — ενθουσιασμένος — ασφούγγηχτος — περιήλιος — ανεξόδευτος — κεσές — τοκοχρεολύσιο — σκιατραφής — κολοβώνω — ανασυρτά — αμμόλοφος — ψυχοπαθολογικός — παρωδία — πεινασμένος |
|||