|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρηναίος? — — αλληγορικός — ποντικάκι — μαζώχτρα — ολοτρόγυρα — ορθόστητος — διφορούμενος — σκουληκιασμένος — βενζόλιο — αγαντάρω — εντομοβριθής — εγερτήριος — υφυπουργός — ψάχνομαι — μαλαφράντζα — αμεταφόρτωτος — μακάρι — αδιαβατικά — κόττερο — αρματολόμπασης — ζαρόγρια — μαγγωμένος |
|||