|
το деревце #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревце? — δενδρούλι как с (ново)греческого переводится слово δενδρούλι? — деревце — ωκεανοπλοϊκός — αφόρμισμα — λίβρα — πτηνοτροφείο — φωτοσκίαση — κατουρημένα — γιουρουστίζάω — ηχόμετρο — δημοσιολόγος — ψουνιστός — αποσπέρισμα — διαβρέχω — ταβλιστής — μπατζάκι — εξορισμός — βιβλιοχαρτοπωλείο — δράμι — πλακομούνι — απάθεια — καμπαέτι — σβηστικό |
|||