Новогреческий словарь
ισότοπος
ισότοπ|ος
физ., хим. 1.
изотопный
;
2. (τό)
изотоп
;
τά ραδιενεργά ~α — радиоизотопы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изотопный
? —
ισότοπος
как на
(ново)греческом
будет слово
изотоп
? —
ισότοπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισότοπος
? — изотопный, изотоп
#
(ново)греческий словарь
—
βενετοκρατία
—
αμετάτρεπτος
—
φέλλιασμα
—
μελάνη
—
θεληματίας
—
μούσμουλο
—
απελευθερώνομαι
—
καρπώνομαι
—
χαριτωμένος
—
αστρομετρία
—
ογκολογικός
—
βουλγαρικός
—
κρεόσωτον
—
εδαφιαίος
—
διαβατός
—
βάρανος
—
εξήνεγκον
—
αεροναυτιλία
—
σπερματόφυλλο
—
αδέσποτος
—
Κύκλωπας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве