|
τα церк. епитимия, епитимья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово епитимия? — επιτίμια как на (ново)греческом будет слово епитимья? — επιτίμια как с (ново)греческого переводится слово επιτίμια? — епитимия, епитимья — υαλογράφος — αναβολισμός — τριπλούς — στροβίλισμός — δισέγγονον — χαίρε — αγουροξυπνημένος — ασκεπής — εσπερίδα — καθορισμός — αραχνιασμένος — προσφύομαι — ανιπρόκοπος — εκκαψυλλίωση — αεριόμετρο — εποχλέας — χαρτοπαίκτης — οκνιά — παραλυτικός — μείωμα — δυστοκία |
|||