|
стройный, тонкий, гибкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стройный? — λεπτόσωμος как на (ново)греческом будет слово тонкий? — λεπτόσωμος как на (ново)греческом будет слово гибкий? — λεπτόσωμος как с (ново)греческого переводится слово λεπτόσωμος? — стройный, тонкий, гибкий — ημίπληκτος — απαράγραπτος — καπνεργοστάσιο — ζαμπάκι — γούπατο — καραμπογιά — ριζοβούνι — εξευτελιστικός — γλυκαντζούρα — μεταγλώττιση — μοσχαροκεφαλή — ψυκτήρας — αυτοβιογραφικός — αρνάδι — τετράπους — προφανής — ομαδάρα — αδιαβροχοποίηση — σιχαμερός — ξυλεμπορικός — ιεραρχία |
|||