Новогреческий словарь
παντρεμένος
παντρεμέν|ος
женатый; замужняя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
женатый
? —
παντρεμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
замужняя
? —
παντρεμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παντρεμένος
? — женатый, замужняя
#
(ново)греческий словарь
—
αλατεμπόριο
—
αφιόνι
—
έξαλα
—
παραθεριστικός
—
γυναικιστικα
—
σκέπαρνον
—
ρεζές
—
οικοπεδοφάγος
—
πανάρχαιος
—
λυσσασμένος
—
νηματοειδής
—
ατμοσύρτης
—
αχρόνος
—
αναγνωστήριο
—
αντίχριστος
—
διαφωνία
—
παραστεκάμενος
—
λεμοναδούλα
—
μπλε-μαρέν
—
έγκλημα
—
εικονικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве