|
ο гора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гора? — ορρός как с (ново)греческого переводится слово ορρός? — гора — διψερός — φέτα — υπαρξισμός — κατοπτεύω — ἄφατος — παράτολμος — σφοντύλι — φεσώνομαι — άγγιμα — πανώριος — φυλάω — απαρασημοφόρητος — πρόβλεψη — διαιτήτρια — καματάρικος — ελάφρωση — μαρσιπποφόρος — αρσενικό — ημικύκλιος — μεγαλοκτηματίας — αθάνατος |
|||