|
черепной; ~όν οστούν — черепная кость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черепной? — κρανιακός как с (ново)греческого переводится слово κρανιακός? — черепной — αρνητικό — φίμωτρο — σταυλίζω — αντιποιούμαι — καταβιβασμός — σαρξ — δραματοποιημένος — μάγγανος — επανειλημμένος — συνηθίζομαι — σωφρόνισμα — κονταροχτύπημα — πλείων — αγριοκοίταγμα — ραχιαλγία — τεφτέρι — χάροντας — τύφλα — γιγαντώνομαι — επισκότηση — σαμπό |
|||